- γυψόκονις
- ηγύψος σε σκόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψοκονία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυψοκονία — η η γυψόκονις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψόκονις)] … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek